Logo-left Logo-right
Displaying matches 7526 - 7550 of 9405 in total
Lemma ▲ Part of speech Gloss
προωθέω Verb
πρσκέπτομαι Verb
πρυμνός Adjective
πρυτανεία Common noun
πρυτανεῖον Common noun
πρυτανεύω Verb
πρύτανις Common noun
πρώην Adverb
πρωθήβης Adjective
πρωΐ Adverb
πρῷρα Common noun
Πρωταγόρας Proper noun
Πρωταγόρειος Adjective
πρωταγωνιστής Common noun
Πρώταρχος Proper noun
πρωτέκδικος Common noun
Πρωτεσίλαος Proper noun
Πρωτεύς Proper noun
πρώτιστον Adverb
πρωτόγονος Adjective
πρωτοσπαθάριος Common noun
πρωτοστάτης Common noun
πρωτοτόκος Adjective
πρωτότοκος Adjective
πταῖσμα Common noun