Logo-left Logo-right
Displaying matches 7951 - 7975 of 9405 in total
Lemma ▲ Part of speech Gloss
στασιώτης Common noun
στατήρ Common noun
στατικός Adjective
σταυρός Common noun
σταύρωμα Common noun
στέγασμα Common noun
στέγη Common noun
στέγω Verb
στείβω Verb
στεῖρα Common noun
στεκτικός Adjective
στέλλω Verb
στέναγμα Common noun
στεναγμός Common noun
στενάζω Verb
στεναχίζω Verb
στενός Adjective
στενοχωρία Common noun
στενόχωρος Adjective
στένω Verb
στέργω Verb
στερεός Adjective
στερέω Verb
στερεῶς Adverb
στερίσκω Verb