Logo-left Logo-right
Displaying matches 1426 - 1450 of 9405 in total
Lemma ▼ Part of speech Gloss
Στέφανος Proper noun
στέφανος Common noun
στεῦμαι Verb
στέρομαι Verb
στέρνον Common noun
στερίσκω Verb
στερεῶς Adverb
στερέω Verb
στερεός Adjective
στέργω Verb
στένω Verb
στενόχωρος Adjective
στενοχωρία Common noun
στενός Adjective
στεναχίζω Verb
στενάζω Verb
στεναγμός Common noun
στέναγμα Common noun
στέλλω Verb
στεκτικός Adjective
στεῖρα Common noun
στείβω Verb
στέγω Verb
στέγη Common noun
στέγασμα Common noun