Logo-left Logo-right
Displaying matches 5751 - 5775 of 9405 in total
Lemma Part of speech Gloss
Μολύκρειον Proper noun
μοναρχέω Verb
μοναρχία Common noun
μόναρχος Common noun
μονάς Common noun
μοναστήριον Common noun
μοναχικός Adjective
μοναχός Adjective
μονή Common noun
μονοειδής Adjective
μονόθεν Adverb
μονόθυρος Adjective
μονόλιθος Adjective
μονομαχέω Verb
μόνον Adverb
μονόπωλος Adjective
μόνος Adjective
μονόφθαλμος Adjective
μονόω Verb
μόνως Adverb
Μοργαντίνη Proper noun
μορία Common noun
μόριον Common noun
μόρος Common noun
μορφή Common noun